- εγκατοικιζω
- ἐγκατοικίζωἐγ-κατοικίζω1) помещать, сажать
(τινὰ τῷ ὄνῳ Luc.)
2) pass. обитать, находиться, тж. содержаться(τινί Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινὰ τῷ ὄνῳ Luc.)
(τινί Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εγκατοικίζω — ἐγκατοικίζω (AM) 1. βάζω κάποιον να καθίσει κάπου, εγκαθιστώ 2. εμφυτεύω … Dictionary of Greek
ἐγκατοικίσω — ἐγκατοικίζω settle aor subj act 1st sg ἐγκατοικίζω settle fut ind act 1st sg ἐγκατοικίζω settle aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατοικίσῃ — ἐγκατοικίζω settle aor subj mid 2nd sg ἐγκατοικίζω settle aor subj act 3rd sg ἐγκατοικίζω settle fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατοικιεῖ — ἐγκατοικίζω settle fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐγκατοικίζω settle fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατοικισθησόμενον — ἐγκατοικίζω settle fut part pass masc acc sg ἐγκατοικίζω settle fut part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατοικίζει — ἐγκατοικίζω settle pres ind mp 2nd sg ἐγκατοικίζω settle pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατοικίζουσιν — ἐγκατοικίζω settle pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐγκατοικίζω settle pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατοικίσαι — ἐγκατοικίζω settle aor inf act ἐγκατοικίσαῑ , ἐγκατοικίζω settle aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατοικισθείη — ἐγκατοικίζω settle aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατοικισθείς — ἐγκατοικίζω settle aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατοικισθέντας — ἐγκατοικίζω settle aor part pass masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)